καμφορικός

καμφορικός
-ή, -ό [καμφορά]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμφορά
2. αυτός που περιέχει καμφορά («καμφορικά φάρμακα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”